- πανόμοιος
- -α, -οο όμοιος σε όλα, ίδιος κι απαράλλαχτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανόμοιος — just like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόμοιος — α, ο / πανόμοιος, ον, επικ. τ. πανομοίιος, ον, ΝΑ ο εντελώς όμοιος με άλλον, ο καθ όλα όμοιος. επίρρ... πανομοίως Α εντελώς όμοια … Dictionary of Greek
πανομοίω — πανόμοιος just like masc/fem/neut nom/voc/acc dual πανόμοιος just like masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανομοίως — πανόμοιος just like adverbial πανόμοιος just like masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόμοιον — πανόμοιος just like masc/fem acc sg πανόμοιος just like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόμοιοι — πανόμοιος just like masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανομοίιον — πανομοίϊον , πανόμοιος just like masc/fem acc sg (epic) πανομοίϊον , πανόμοιος just like neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανείκελος — ον, Α 1. ο εντελώς όμοιος με κάποιον, πανόμοιος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πανείκελον με εντελώς όμοιο τρόπο, πανόμοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εἴκελος «όμοιος» (πρβλ. θεο είκελος)] … Dictionary of Greek
πανεικέλιος — ον, Α [πανείκελος] πανόμοιος, πανείκελος* … Dictionary of Greek